δαυλίδα

δαυλίδα
η
η νόσος τών φυτών δαυλίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δαυλίδα — Δαυλίς woman of Daulis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγγελής — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Δαυλίδα της Χαιρώνειας και πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα. 2. Δημήτριος. Καταγόταν από το Γαλαξείδι Παρνασσίδας. Πολέμησε με τον Ν. Πανουργιά. 3. Δήμος. Καταγόταν από τη Λυκοσούρα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”